Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα « Η Θεσσαλία», στις 23 Αυγούστου 1970.
Ἀπ’ ὅλα τὰ χτίσματα τοῦ Προμιριοῦ, τὸ ἀρχαιότερο, πέρ’ ἀπ’ τὰ χαλάσματα τῆς «Σηπιάδας», εἶναι τὸ ἀκρωτηριασμένο σήμερα ξωκλήσι τῆς Παναγίας στὸν ἐξοχικὸ οἰκισμὸ τοῦ χωριοῦ «Λίρη». Ἡ τελευταία, διατηρώντας σαρανταπέντε σπίτια ἀγροτικά, ἀπλώνεται ἕντεκα χιλιόμετρα στ’ ἀνατολικὰ τοῦ Προιμιριοῦ κι ἀποτελεῖ τὸ κέντρο μιᾶς μεγάλης παραγωγικῆς περιοχῆς, ὅπου βρίσκονται τέσσερις ἀκόμα συνοικισμοὶ καὶ πολλὰ ξεμοναχιασμένα καλύβια.
Σὲ τοῦτο λοιπὸν τὸ μακρινὸ μαχαλὰ τοῦ Προμιριοῦ ὑψώνονται ὣς τώρα τὰ τέσσερα ντουβάρια -πληγωμένα ὅμως ἀπ' τὸ χρόνο- τῆς παλιᾶς ἐκκλησιᾶς τῆς Παναγίας. Ἡ ἀνέγερσή της πρέπει νὰ τοποθετηθεῖ γύρω στὰ 1450. Δὲ βρέθηκε βέβαια μέχρι σήμερα καμιὰ ἐπιγραφὴ ποὺ νὰ θεμελιώνει τὴν ἄποψη. Ἔχουμε ὅμως τὴ μαρτυρία τοῦ βυζαντινολόγου Γεωργ. Σωτηρίου ποῦ ἐπισκέφτηκε τὸ χάλασμα καὶ ἀνάγαγε τὴν ἵδρυσή του στὰ πρὶν τοῦ 1450 χρόνια. Ἡ παραδοχὴ μάλιστα τοῦ Σωτηρίου ἐνισχύθηχε κι ἀπὸ τὴ χρονολόγηση, ποὺ ἔκαμε ὁ ἴδιος, τῆς μοναδικῆς ἀγιογραφίας τῆς Βρεφοκρατούσας ποὺ σώθηκε στὸ τύμπανο τῆς κεντρικῆς εἰσόδου καὶ φιλοτεχνήθηκε πίσω - μπρὸς τοῦ 1450. Ἡ σπουδαία τούτη ἁγιογραφία φαντάζει ἀκόμα, μὲ βγαλμένα ὅμως τὰ μάτια τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας ἀπὸ τοὺς τούρκους, ἄτονη βέβαια, γιατὶ αἰῶνες τώρα εἶναι «ἐκτεθειμένη» στὴ μανία τῶν ανέμων και τῆς βροχῆς. Ὅταν τὴν ἀντίκρισε λοιπὸν ὁ Σωτηρίου στάθηκε ὥρα μπροστά της καὶ τὴ μελέτησε. Ὕστερα στράφηκε στοὺς συνοδούς του προμιριῶτες καὶ τοὺς εἶπε: «Αὑτό τὸ στολίδι σας ἔχει μεγάλη ἀξία, νὰ τὸ προσέχετε σὰν τὰ μάτια σας». (Ἀπὸ ἀνέκδοτη φυλλάδα τοῦ ἀρχείου Θεοδοσίου Κοτρώνη ποὺ μοὺ ἔστειλε ἀπὸ τὴν Κύπρο, τὸν τόπο τῆς μονίμου διαμονῆς του, ὁ προμιριώτης Στάθης Δάμτσας).
Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴ γνώμη τοῦ ἀξὲχαστου βυζαντινολόγου, ἡ Βρεφοκρατούσα τῆς «Λίρης» φιλοτεχνήθηκε γύρω στὰ 1450. Πῶς νὰ συντηρηθεῖ ὅμως ἀπὸ τοὺς προμιριῶτες τὸ «στολίδι;» Ἐδῶ θὰ ἔπρεπε ὁ ἴδιος ὁ ἐπισκέπτης - ἐπιστήμονας ν’ ἀναλάβει μιὰ σχετικὴ πρωτοβουλία. Τίποτα ὅμως δὲ γίνηκε κι ἡ ἁγιογραφία ξεφτίζει. Ἀκολουθεῖ κι αὐτὴ τὴν τύχη ποὺ ἔχουν καταδικαστεῖ τὰ ἱερά μας μνημεῖα.
Ἡ μισογκρεμισμένη αὐτὴ ἐκκλησία διαγράφεται σὲ μιὰ μεγάλη ἔκταση. Τὸ μῆκος της εἶναι 15 μέτρα καὶ τὸ πλάτος της 9. Πουθενὰ δὲν εἶδα τόσο μεγάλο ξωκλήσι. Τὶ συμβαίνει λοιπόν;
Τὸ μέγεθός της βρίσκει τὴν ἐξήγησή του στὸ γεγονὸς ὅτι στὸ σημερινὸ συνοικισμὸ «Λίρη» ριζώνονταν κάποτε ὁλόκληρο χωριὸ, μὲ ἄγνωστο ὥς τώρα ὄνομα. Εἴταν ἡ πολίχνη ποὺ μεταφέρθηκε ἀπ' τὴν παραλιακὴ «Σηπιάδα ἄκρα» γιὰ τὸ φόβο τῶν πειρατῶν τὸ 14ο αἰώνα -ὅπως πιστεύω-, τὴν ἴδια πάνω - κάτω ἐποχὴ ποὺ μεταφέρθηκε καὶ ἡ Σκιάθος στὸ «Κάστρο» γιὰ τὸν ἴδιο λόγο. Τότε ἐντάθηκε ἡ ληστοπειρατία στὰ παράλιά μας. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ χωριὸ στὴ «Λίρη» χτίστηκε σὲ τόπο ἀθέατο καὶ μακρυσμένο ἀπ’ τὴ θάλασσα. Ἔτσι τὸ θέλει ἡ παράδοση -ποὺ εἶναι καὶ ἀληθινὴ- καὶ ἔτσι τὸ βρῆκα γραμμένο στὴν παραπάνω φυλλάδα τοῦ κ. Δάμτσα.
Φαίνεται συνεπῶς πὼς τὸ σημερινὸ χτίσμα τῆς Παναγίας ἀποτέλεσε τὴ μητρόπολη τοῦ νέου χωριοῦ στὴ «Λίρη», καὶ αὐτὸς μόνον ὁ λόγος δικαιολογεῖ τὶς διαστάσεις του. Ἄλλα χαλάσματα ναοῦ δὲν ὑπάρχουν στὴν περιοχή.
Ἀξιοπρόσεχτη εἶναι ἡ τοιχοποιία τῆς «Παναγίας». Πέρ’ ἀπ’ τὶς κεραμοπλαστικὲς διακοσμήσεις - βασικὸ γνώρισμα τῶν βυζαντινῶν καὶ μεταβυζαντινῶν ναῶν - ξεχωρίζουν στοὺς τοίχους καὶ ἀρχιτεκτονικὰ μέλη παλιότερου ναοῦ. Μάλιστα τὰ τελευταῖα εἶναι τῆς ἴδιας ποιότητας καὶ κατασκευῆς μὲ ἄλλα ποὺ ὑπάρχουν στὸν ἐρειπιώνα τῆς «Σηπιάδας ἄκρας». Μιὰ μαρμάρινη κολόνα ἐξάλλου στὴν «Παναγία» φαίνεται καθαρὰ πὼς ἀποτελεῖ τὸ ταίρι ἐκείνης ποὺ ὀρθώνεται ἀκόμα στὸν παλαιοχριστιανικὸ ναὸ τῆς «Σηπιάδας».
Δὲ μένει συνεπῶς καμιὰ ἀμφιβολία ὅτι οἱ παλιοὶ κάτοικοι τῆς «Σηπιάδας», μεταφέροντας τὸ χωριό τους στὴ «Λίρη», πῆραν μαζί τους καὶ μέλη τοῦ μισογκρεμισμένου τότε ναοῦ τους καὶ μ’ αὐτὰ καὶ ἄλλες πέτρες ὄρθωσαν τὴ νέα μητρόπολή τους. Καὶ μάλιστα στ’ ὄνομα πάλι τῆς Θεοτόκου, στὸν ἴδιο ρυθμὸ καὶ στὶς ἴδιες περίπου διαστάσεις μὲ τὴν πατρογονική τους. Συνεπῶς τὰ παλιὰ ἀρχιτεκτονικὰ μέλη τῆς «Παναγίας» στὴ «Λίρη» ἀνάγουν τὴν κατασκευή τους στὸν 4ο ἢ 5ο αἰώνα, τὸν καιρὸ δηλαδὴ ποὺ ἰδρύθηκε ὁ παλαιοχριστιανικὸς ναὸς στὴ «Σηπιάδα».
Πόσα χρόνια «ἔζησε» τὸ θρησκευτικό καθίδρυμα στὴ «Λίρη» κι ἀπὸ ποιὰ αἰτία κατάρευσε δὲν εἶναι γνωστό. Μιὰ παράδοση ποὺ ἔχει διασώσει ὁ φιλίστορας τοῦ Προμιριοῦ Γιάννης Καραδέμητρος, μᾶς λέει πὼς ὁ ναὸς πυρπολήθηκε ἀπὸ βενετσιάνους. Μοῦ φαίνεται ἀτεκμηρίωτη ἡ παράδοση. Γιατὶ οὔτε ἴχνη πυρκαγιᾶς ἔχουν βρεθεῖ, οὔτε προηγούμενο τέτοιας καταστροφῆς - ἀπ’ ὅ, τι ξέρω - ὑπάρχει. Ἐξάλλου δὲν ἔχουμε καταστρεπτικὲς ἐπιδρομὲς βενετσιάνων στὴν περιοχή μας τὸ 16ο ἢ 17ο αἰώνα, ὅταν δηλαδὴ ἔπρεπε να καεῖ ὁ ναός, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση.
Τὸ πιθανότερο ἐδῶ εἶναι πὼς ἡ μεταβυζαντινὴ βασιλικὴ τῆς Λίρης ἔπεσε, γιὰ νὰ μείνουν σήμερα οἱ τοῖχοι, ἢ ἀπὸ κάποιο σεισμὸ - μήπως στοὺς φοβεροὺς σεισμοὺς τοῦ Προμιριοῦ στὰ 1854; - ἢ ἐπειδὴ ἐγκαταλείφτηκε καὶ τὸ νέο χωριὸ στὴ «Λίρη». Πράγματι στὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰώνα - ὅπως συμπεραίνω ἀπὸ ὁρισμένα δεδομένα - οἱ κάτοικοι μετοίκισαν κι ἔχτισαν τὸ σημερινὸ Προμίρι, 14 χιλιόμετρα πέρ’ ἀπ’ τὴ θάλασσα. Γιὰ νὰ ἐκμηδενιστοῦν πιὰ οἱ πιθανότητες ληστρικῶν ἐπιδρομῶν ἀπὸ κουρσάρους.
Ἀργότερα ὁμως - ἄγνωστο πότε - μέσα στὸ ὀρθογώνιο ποὺ σχηματίζει ἡ κάτοψη τῆς παλιᾶς ἐκκλησιᾶς, ἔχτισαν οἱ προμιριῶτες ἕνα ναΰδριο στὸν τύπο τῆς ξυλόστεγης βασιλικῆς, στὴ χάρη πάλι τῆς Παναγίας. Πρόσεξαν ὅμως νὰ χρησιμοποιήσουν γιὰ ἱερὸ τοῦ ναΐσκου τὴν πλατιὰ κόγχη τῆς παλιᾶς βασιλικῆς, ποὺ δὲν ἔπεσε ποτέ. Ἕνα ἀσκημένο μάτι διακρίνει καθαρὰ τὴ διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει στὴ δομὴ τῆς κόγχης καὶ τοῦ λοιποῦ μέρους τοῦ ξωκκλησιοῦ.
Τὰ παραπάνω στοιχεῖα δίνουν σ’ αὐτὸ μνημειακὸ χαρακτήρα καὶ δὲν ἐπιτρέπεται, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο, καμιὰ ἀπολύτως παραχάραξη τοῦ ὕφους τοῦ κειμηλίου. Ὅποιο ἔργο κι ἄν ἐπιχειρηθεῖ νὰ γίνει στὸ ξωκλήσι ἐπιβάλλεται νὰ ἔχει τὴν ἔγκριση τῆς Ἐφορίας ἀρχαιοτήτων Θεσσαλίας.
Σ’ αὐτὸ λοιπὸν τὸ ταπεινὸ ἐκκλησιδάκι τῆς «Λίρης» ὀργανώνεται ἀπὸ παλιὰ ἕνα θορυβώδικο πανηγύρι στὰ «Ἐνιάημερα τῆς Παναγίας» ποὺ παίρνει στὸ τέλος ἀπίθανες προεκτάσεις στὸ χῶρο τοῦ ξεφαντώματος. Μετὰ δηλαδὴ τὴν ἐξόφληση τῆς θρησκευτικῆς ὀφειλῆς τῶν γιορταστῶν καὶ τὶς ἐθιμικὲς ἐπισκέψεις στὰ σπίτια τῆς «Λίρης», ποὺ λάμπουν στὴν πᾶστρα καὶ τὸν ἀσβέστη τὶς μέρες τοῦτες, ὁ πανηγυρισμὸς παίρνει ἕνα πρωτόγονο τόνο. Οἱ γυναῖκες θὰ στρώσουν κατάχαμα κιλίμια, χράμια, κουρελοῦδες σὲ μιὰ ἁπλωσιὰ χωραφιοῦ κι ἀπ’ τὸ σούρουπο ἀκόμα μικροὶ – μεγάλοι θὰ σχηματίσουν μεγάλους κύκλους, καθιστοὶ χάμω, κάτω ἀπὸ σειρὲς λαμπῶν πετρελαίου. Στὴ μέση θ’ ἁπλωθοῦν τὰ πλούσια φαγητὰ - πίττες, ψάρια, κρέατα, τυριά, κρασιά - γιὰ νὰ ριχτοῦν στὴν εὐωχία οἱ ἑκατοντάδες αὐτὲς τῶν πανηγυριστῶν, μὲς σὲ μιὰν ἀτμόσφαιρα ἐγκαρδιότητας, εὐθυμίας καὶ συνδιαλλαχτικῆς ἐπαφῆς ὅλων. Κι ἀφοῦ ξεδιψάσει - γιὰ τὴν ὥρα - τὸ κρασὶ διψασμένα λαρύγγια, παίρνουν νιοὶ καὶ γέροι... φτερὰ στὰ πόδια καὶ πετιοῦνται στοῦ χοροῦ τὸν οἶστρο. Ἀλαλάζει ἡ λαϊκὴ ὀρχήστρα παράδιπλα, βουΐζουν τὰ τραγούδια, οἱ διαχύσεις, οἱ πολυχρονίτικες εὐχὲς παίρνουν καὶ δίνουν οἱ ἀστειότητες καὶ τὰ κωμικὰ καμώματα ὁρισμένων «τύπων» ἰχνογραφοῦν πλατιὰ γέλια στὰ χείλη ὅλων. Νὰ βλέπεις τοῦτο τὸν κόσμο πάνω στὶς ἐκρήξεις τοῦ χαροκοπιοῦ, σὲ μιὰν εἰκόνα συνοχῆς κι ἁπλῆς ὀμορφιᾶς, νὰ ξενυχτάει κάτ’ ἀπ’ τ’ ἀστέρια καὶ νὰ παρατείνει τὴ διασκέδαση ὣς τ’ ἄλλο μεσημέρι μὲς σ’ ἕνα ἀρχέγονο περιβάλλον, καὶ νὰ ζωντανεύει μπροστά σου ἡ λαμπρὴ παράδοση τῶν πανηγυριῶν τοῦ λαοῦ μας.
Καὶ νὰ σκεφτεῖ κανεὶς ὅτι ἡ ὁμαδικὴ τούτη διασκέδαση στὸ ὕπαιθρο, ἀποτελεῖ ἐπινόηση τῶν τελευταίων χρόνων. Παλιότερα, πρίν ἀπ' τὸ 1960, οἱ «παγκυριῶτες» τῆς «Λίρης» ὀργάνωναν τὸ χορό τους μόνο τὴν ἡμέρα στὸ παρακείμενο ἁλώνι ποὺ ἀφάνισε σήμερα ἡ μπουλτόζα. Ἀπὸ κεῖ κι ὕστερα φίλοι καὶ συγγενεῖς ξεμοναχιάζονταν σὲ σπίτια καὶ μόνοι τους πιὰ εὐωχοῦνταν καὶ ὀρχοῦνταν μὲ γραμμόφωνα καὶ τραγοῦδια.
Τὸ σημειώνω αὐτὸ μὲ ἱκανοποίηση γιατὶ μὲ τὸ ὁμαδικὸ γλέντι καὶ τὸν κοινὸ χορό, βλέπω μιὰν ἀνάγκη ἐπαφῆς τοῦ κόσμου, ποὺ τιμάει τὴν ἔννοια τῆς κοινωνικότητας. Στοὺς καιροὺς τοῦ στείρου ἀτομισμοῦ καὶ τοῦ κούφιου ἐγωισμοῦ, εἶναι μιὰ ὑπόσχεση ἐλπίδας ν’ ἀντικρίζει κανεὶς στὸν κόσμο κίνητρα ὁμαδικῆς ζωῆς καὶ κοινωνικότητας.
Εἶναι κάτι ποὺ ὑψώνει τοὺς σημερινοὺς προμιριῶτες γιατὶ κατόρθωσαν νὰ καθιερώσουν πιὰ σὰν ἐθιμικὴ ἐκδήλωση ἕνα τέτοιον ὁλονύχτιο πανηγυρισμὸ ποὺ δὲ κρατάει ρίζες στὸ παρελθόν.