• Ἡ «γιορτή» τῆς στέγης

    -Τὰ μαντηλώματα κι ὁ σταυρός-

    Τοῦ ΓΙΩΡΓΟΥ ΘΩΜΑ

    Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Θεσσαλία», στις 14 Οκτωβρίου 1973. Το κείμενο συνοδευόταν από δυο φωτογραφίες του Δημ. Λέτσιου η ανατύπωση των οποίων εδώ κρίθηκε προβληματική λόγω κακής ποιότητας του χαρτιού εφημερίδας. Αν βρεθεί η καλύτερη εκτύπωση, δεν θα αργήσουμε να τις συμπληρώσουμε εδώ.

    Κάθε καινούργιο σπίτι δέν εἶναι μονάχα ἕνα ἀπόχτημα τοῦ νοικοκύρη· εἶναι καὶ μιὰ νίκη τοῦ ἀνθρώπου στὴ γὴ, καὶ ἐπεκτατικά ἕνας θρίαμβος αὐτοῦ πάνω στὴ φύση, θἄλεγα μιὰ βελτιωμένη ἔκδοση τοῦ σπηλαίου, ποὺ ἔδωσε ἡ τελευταία γιὰ καταφύγιο τῶν ζωντανῶν. Ἡ σπηλιὰ εἴταν ἡ προσφορὰ τῆς φύσης στὸν κόσμο τῶν ζώων, φυσικὰ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ βρῆκε σ’ αὐτή τὸ σίγουρο κατάλυμα, ἕνα ὅπλο γιὰ τὴν ἄμυνὰ του ἐνάντια στὰ τέρατα καὶ τὰ σημεῖα τῆς πλάσης.

    Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος πέρασε στὸν κοινωνικὸ βίο, ἀφοῦ εἶναι «ζῶον κοινωνικὸν» γιὰ τὸν Ἀριστοτέλη, κι ἀπομακρύνθηκε ἀπ’ τὸ φυσικὸ του κρησφύγετο, δημιούργησε τὸ σπίτι γιὰ νὰ στεγάσει τὶς θλίψεις του καὶ τὶς χαρὲς του, μαζί μὲ τοὺς δικοὺς του. Συνεπῶς κέρδισε μιὰν ἀκόμη κατάκτηση κάνοντας ἕνα καταδικὸ του ἔργο, χαρὰ τοῦ ματιοῦ κι ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του. Ἔπρεπε συνεπῶς νὰ πανηγυριστεῖ ἡ τελείωσὴ του ἀπὸ τὴ μιὰ, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ λάβει χώρα μιὰ διαδικασία πράξεων, ποὺ σκόπευαν στὴ δέσμευση τῆς εὐτυχίας, ποὺ, γιά τὴ λαϊκὴ ἀντίληψη, δὲν τὴ χορηγεῖ μονάχα ὁ Θεὸς, ἀλλὰ καὶ οἱ ὑπερκόσμιες δυνάμεις ποὺ διαφεντεύουν τὸν κόσμο.

    Ἔτσι ἡ κατασκευὴ τοῦ σπιτιοῦ πέρασε ἀπὸ μιὰ σειρὰ ἔκδηλώσεων, ποὺ ἔγιναν ἐθιμικὲς στὸ χρόνο καὶ πανελλήνια ἀγαπητὲς. Γιὰ νὰ τονιστεῖ ἡ ἀνέγερση καὶ νὰ ἐξασφαλιστεῖ τὸ καλὸ αὔριο. Κι’ ἀκόμα περισσότερο: Γιὰ νὰ ἱκανοποιηθοῦν οἱ τεχνίτες ποὺ ὑλοποίησαν ἕνα ὄνειρο τοῦ ἰδιοκτήτη.

    Αὐτοὺς τοὺς τρεῖς στόχους σκοπεύει ὁ σύνθετος πανηγυρισμὸς, ποὺ εἶχε καθιερωθεῖ στὸ λαὸ, ὅπως καὶ σ’ ὅλους σχεδὸν τοὺς εὐρωπαϊκοὺς λαοὺς μὲ διάφορους τρόπους ἐφαρμογῆς, ἀνάλογα μὲ δικὲς τους πίστεις καὶ ἀντιλήψεις. Γενικευμένη πάντως - γιὰ τὸ χριστιανικὸ κόσμο - εἴταν ἡ ἀνύψωση τοῦ σταυροῦ στὸ ξύλινο ἰκρίωμα τῆς στέγης, ὥστε νὰ τεθεῖ καὶ τὸ νέο χτίσμα κάτω ἀπὸ τὴν προστασία τοῦ οὐρανοῦ. Πέρ’ ἀπ’ αὐτὸ ὅμως ὁ σταυρὸς εἶχε καὶ κάποιαν ἄλλη λειτουργικότητα: Ν’ ἀποδιώχνει τὰ βλαπτικὰ δαιμονικὰ, ποὺ ἐπιβουλεύονταν πάντα γιὰ τὴ λαϊκὴ ἀντίληψη τὰ καλὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως λοιπὸν στὴνονταν ἐκεῖ ψηλὰ δεσπόζοντας στὸν ἀέρα φύλαγε τὸ σπίτι μὲ τὴ θεϊκὴ του δύναμη κι’ ἀσκοῦσε ρόλο ἀποπομπῆς τῶν κακῶν δαιμονικῶν. Ἄλλωστε τὸ σχῆμα τοῦ σταυροῦ ἀποτελούσε αὐτόματη ἀντίδραση τοῦ κάθε ἀτόμου σὲ κρίσιμες κι’ ἐπικίνδυνες ὧρες. Τὸ μοτίβο τοῦ σταυροῦ χαράζεται καὶ στὰ μαρμάρινα ἀνώφλια τῶν οἰκοδομῶν, ἀκόμα καὶ σὲ καίρια σημεῖα τοῦ χτίσματος.

    Σὲ πάμπολλα μέρη τῆς Ἑλλάδας ὁ σταυρὸς τῆς σκεπῆς πλαισιώνεται ἀπὸ λουλούδια καὶ πρασινάδες. Ὁ λόγος εἶναι εὐεξήγητος. Περ’ ἀπὸ μιὰ ἐπιδίωξη μεταφορᾶς τῆς φύσης στὸ νέο σπίτι, ποὺ ἔχει τὴν ἔννοια κάποιου δεσμοῦ τῶν δυὸ στοιχείων, θεραπεύεται καὶ μιὰ ἄλλη ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου: Ἡ ἐπίδραση - μὲ μαγικὸ τρόπο - τῆς θαλερότητας τῆς βλάστησης στὴν οἰκοδομὴ κι’ ἀντανακλαστικὰ στὰ πρόσωπα ποὺ θὰ στεγαστοῦν σ’ αὐτὴ. Γιὰ τὴν παγκόσμια πίστη δὲ μπορεῖ παρὰ τὸ «ὅμοιο νὰ φέρει τὸ ὅμοιο».

    Στὸ σταυρὸ θὰ κρεμαστοῦν καὶ μαντήλια - σ’ ὁρισμένους τόπους, - ὅπως δείχνουν καὶ οἱ φωτογραφίες τοῦ κειμένου. Ἀλλοῦ τὰ μαντήλια δένονται σὲ σκοινιὰ ποὺ τεντώνουν σὲ δύο κοντάρια καρφωμένα στὰ ξύλα τῆς σκεπῆς. Πάντα νὰ ἐξέχουν ἀπ’ αὐτὴ γιὰ νὰ φαντάζουν στὸν ἀέρα. Τοῦτα τὰ μαντήλια κρεμιένταν μὲ μιὰ τελετουργικὴ διαδικασία. Κάθε συγγενὴς καὶ φίλος τοῦ νοικοκύρη προσκόμιζε τὴν ὁρισμένη ὥρα - πρωΐ ἤ ἀπόγευμα - τὸ μαντήλι του καὶ τὸ παράδινε σ’ ἕνα μάστορα. Μὲ τὸ δῶρο στὰ χέρια του αυτὸς ἀνέβαινε στὴ σκεπὴ κι’ ἐνῶ τὸ κρεμοῦσε στὸ σκοινὶ ἤ τὸ σταυρὸ, φώναζε μ’ ὅλη τὴ δύναμὴ του: «Ὁ κύριος..., (πρόσθετε τ’ ὄνομα) ἔστειλε ἕνα δῶρον, μέγα καὶ λαμπρὸν κι’ εὐχαρίστησε τοὺς μαστόρους. Νὰ τὸν ἀξιώση ὁ Θεὸς νὰ πάγη στὸν Ἅγιο Τάφο....

    • ἄν εἶναι λεύτερος νὰ πάρη μιὰ νιὰ,
      ἄσπρη καὶ παχειὰ,
      φουντωτὴ σὰν τὴν ἐλιὰ,
      νὰ ’ναι τὰ μαλλιὰ τὴς μαύρα
      καὶ τὰ φρύδια της γαϊτάνια!
      »1

    Στὰ ἀπρόσιτα πάλι χωριὰ τῆς Ἀργιθέας τῶν Ἀγράφων ὁ τονισμὸς τῆς προσφορᾶς τῶν δώρων κινοῦνταν σ’ ἄλλο φραστικὸ ἐπίπεδο, χαριτωμένο ἐπίσης: «Ἐκαλωσόριζε τὸ τίμιον δῶρον (ἤ μπαξίσι) τοῦ... (προσθέτονταν τ’ ὄνομα) νὰ ζήσουν τὰ παιδιὰ του, γειὰ καὶ χαρὰ του, κι’ ὅ, τι ἐπιθυμεῖ νὰ τὸ ἔχει...».2

    Διαδεδομένη ἐξάλλου στὴν Ἑλλάδα εἴταν καὶ ἡ τακτικὴ τῆς ἀνάρτησης πουκαμίσων γιὰ τὸν πρωτομάστορα καὶ σπανιότερα παντελονιῶν. (Στὴ Ζαγορὰ λογουχάρη παλιότερα ἔβαζαν καὶ παντελόνια). Κι’ ὅλα τοῦτα τ’ ἄφηναν στὴ θέση τους δυὸ καὶ τρία μερόνυχτα, ὡς τότε ποὺ θὰ σκεπάζονταν τὸ σπίτι μὲ τὶς πλάκες ἤ τὰ κεραμίδια, δίδοντας μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἕνα τόνο ζεστασιᾶς κι’ ἀνθρώπινης θερμοκρασίας στὸ καινούργιο χτίσμα.

    *

    Στὴν ἐπιφανειακὴ τους θεώρηση τοῦτα τὰ πανικὰ πιθανὸ νὰ μὴ «λένε» τίποτα. Τὰ βλέπουμε ἀκόμα σὲ χωριὰ καὶ πολιτεῖες - καὶ στὴν πόλη μας διατηροῦν ἐδῶ κι ἐκεῖ κάποιο δικαίωμα ὡς τώρα - καὶ χαιρόμαστε μιὰ παραδοσιακὴ ἀπόχρωση τῶν πατέρων μας, χωρὶς ἴσως νὰ ὑποπτευόμαστε τὸ συμβολισμὸ τους. Ἕνα συμβολισμὸ, ποὺ «βγαίνει» ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ χρήση τοῦ μαντηλιοῦ καὶ τῶν συνοδευτικῶν προσφορῶν. Τὸ μαντήλι πρῶτα ἀντίπροσωπεύει τὸν ἵδρωτα ποὺ ἔχυσαν οἱ μάστοροι ὄσο νὰ ὑψώσουν καὶ νὰ τελειώσουν τὸ σπίτι. Τὸ ξέρει ὁ λαὸς ὅτι ἱδροκοποῦνε ψηλὰ ἐκεῖ, ριχμένοι στὴν ὡραίαν ἀποστολὴ τους, τοὺς βλέπουν ὅλοι νὰ σκουπίζουν τὸν ἱδρώτα τους μὲ τὰ μαντήλια τους, ποὺ ἐπειδὴ λερώνουν καὶ χαλοῦνε, πρέπει νὰ ἀντικατασταθοῦν μὲ καινούργια. Ἐδῶ δὲ φταῖνε αὐτοὶ ποὺ τὰ καταστρέφουν, ἡ εὐθύνη, πέφτει στὸ νοικοκύρη ποὺ τοὺς ἀνάθεσε τὸ βαρὺ ἔργο, συνεπῶς αὐτὸς ὁ νοικοκύρης ἐπιβάλλεται νὰ ἐπωμιστεῖ τὴ ζημιὰ. Στὴν ἐκτέλεση τοῦ χρέους του ἔρχονται ἀρωγοὶ φίλοι του καὶ συγγενεῖς. Εἶναι οἱ ὡραῖες ὧρες τοῦ δεσμοῦ καὶ τῆς ἐπικοινωνίας τῶν ἀνθρώπων τῆς κοινότητας, μιὰ ἐπιπλέον χαρακτηριστικὴ μαρτυρία τῆς ψυχικῆς επαφῆς καὶ τῆς ἀλληλοεξάρτησης τῶν ἀτόμων τῆς ὁμάδας καθὼς ὅλοι ἀντάμα ἀντιμετώπίζαν τὶς καλὲς καὶ κακὲς στιγμὲς τῆς ζωῆς τους. Μαζὶ στὸν πόνο, μαζὶ καὶ στὴ χαρὰ γιὰ τὴ μείωση τοῦ πρώτου καὶ τὴν αὔξηση τῆς δεύτερης.

    Τὰ δῶρα λοιπὸν τῶν φίλων ἤ τὰ «χαρίσματα», ὅπως ἀποκαλοῦνταν ἀλλοῦ, εἴταν ἡ ἔκφραση τῆς συμπάθειας πρὸς τὸν νοικοκύρη, ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀναπληρώσει τὰ χαλασμένα μαντήλια τῶν μαστόρων, ἀλλὰ καὶ παράλληλα εἴταν ἕνας τρόπος συμμετοχῆς στὴ χαρὰ τῆς προσφορᾶς του καὶ στὴν ἱκανοποίηση τῶν τεχνιτῶν.

    Τὸ μεγαλύτερον ὅμως μόχθο στὸ χτίσιμο τοῦ σπιτιοῦ κατάθεσε, χωρὶς ἀμφισβήτηση, ὁ πρωτομάστορας. Αὐτὸς ἐξαντλήθηκε σωματικὰ καὶ πνευματικὰ ὅσο νὰ ὑψώσει τὸ σύμβολο τῆς φιλοδοξίας τοῦ σπιτονοικοκύρη, συνεπῶς τοῦ ἀνήκει μεγαλύτερο δῶρο, σχετικὸ πάντως μὲ τὴν περίπτωση. Τὸ πουκάμισο καὶ τὸ παντελόνι φάνταζε στὰ μάτια τού λαοῦ σὰν τὸ ταιριαστότερο «χάρισμα». Αὐτὰ ποὺ θὰ λειώσει ὁ ἀρχιμάστορας στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ οἰκοδομήματος, αὐτὰ καὶ πρέπει νὰ λάβει. Γιὰ νὰ ἐπανορθωθεῖ ἡ «ζημιὰ» καὶ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ «ἀδικία».

    Ἔχουμε ὅμως καὶ τὸν τονισμὸ τῆς προσφορᾶς τοῦ κάθε δωρητῆ ἀπ’ τὰ ψηλὰ τῆς στέγης. Δέ νομίζω ὅτι ἡ ἐκδήλωση ἔχει ἄλλη σημασία ἀπὸ τὴν ἐπιδίωξη τοῦ διασαλπίσματος στὰ τετραπέρατα τοῦ χωριοῦ τῆς μετοχῆς τῶν ἀνθρώπων σὲ μιὰ εὐτυχισμένη ὥρα τοῦ διπλανοῦ τους. Ν’ ἀποδεχτεῖ δηλαδὴ πὼς ὅλοι συμμετέχουν ἐνεργητικὰ στὴν καλὴ φάση τῆς ζωῆς τοῦ φίλου καὶ συγγενοῦς, συμμεριζόμενοι τὴ χαρὰ του κι ὄχι νὰ ἀκουστοῦν τά δῶρα, ποὺ δὲν μποροῦσαν, ἄν εὐτελὴ ποὺ εἴταν νὰ διεκδικήσουν τὴν προβολὴ τους.

    Ἱκανοποιημένος κι ὁ νοικοκύρης ἀπὸ τὴ συμπαράσταση τῶν χωριανῶν του καὶ τὴν κατασκευὴ τῆς οἰκοδομῆς πρόσφερνε - ὅταν ὑψώνονταν τὰ δῶρα στὴ στέγη - λουκουμάδες μὲ μέλι καὶ ρακὶ στοὺς θεατὲς τῆς τελετῆς, δικοὺς του καὶ ξένους, ἐξαγοράζοντας κατὰ κάποιο τρόπο, τὴν ἔμπρακτη ἀνταπόκρισὴ τους στὴν καλὴ του στιγμὴ. Ἀλλὰ ἡ βαρύτερη προσφορὰ του στρέφονταν πρὸς τοὺς ἄξιους μαστόρους. Ὅταν σκεπάζονταν τὸ σπίτι καὶ τελείωναν οἱ ἐργασίες, τραπέζι πλουσιότατο παράθετε σ’ ὅλους αὐτοὺς νὰ φᾶνε καὶ νὰ πιοῦνε ὅσο τὄλεγε τὸ στομάχι τους, κι ὕστερα νὰ ριχτοῦνε στοῦ γλεντιοῦ τὸν οἶστρο. Φέρνανε, ὄχι σπάνια μουσικάντες, κι ἄναβε στὸν ἴσκιο τοῦ νεοίδρυτου χτίσματος θορυβώδικο χαροκόπι, καὶ καίονταν τὸ πελεκούδι. Κάποιες φορές τοῦτα τὰ γλέντια διαρκοῦσαν καὶ μιὰ καὶ δυὸ καὶ τρεῖς μέρες, μιὰ κατάκτηση ἀκόμη τοῦ χωριοῦ, ποὺ ἔφερνε δίκαιο πανηγυρισμὸ καὶ ξεσήκωνε τὸν κόσμο.

    Μιὰ κατοικία ἀκόμα ἀποχτοῦσε τὸ χωριὸ, ἕνα ἀντέρεισμα ἐλπίδας, κι ἀφετηρία γιὰ ὄνειρα καὶ προσδοκίες. Πῶς νὰ μὴν περάσει ἡ ὁλοκλήρωσὴ της ἀπὸ τελετουργικὲς διαδικασίες καὶ ἀχοὺς γιορτολογιοῦ;

    1. Δημ. Σ. Λουκάτου, Tά μαντηλώματα ἤ ὁ σταυρός τῆς στέγης, περ. Ἠώς, Μάρτιος 1961, σελ. 36.
    2. Ἀπό ἐπιτόπια ἔρευνά μου.