Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Θεσσαλία», στις 24 Δεκεμβρίου 1966.
Χαμογελάει τὸ Προμίρι ἀπὸ προχτὲς. Ἕνας «φωτεινὸς» αἰφνιδιασμὸς κι᾽ ὅλα παράλλαξαν ἐκεῖ. Στρίβει τώρα τὸ διακόπτη ὁ προμιριώτης καὶ τὰ σκοτάδια τοῦ σπιτιοῦ του διαλύονται. Περπατάει νύχτα στὰ καλντερίμια τοῦ χωριοῦ κι’ οἱ ἀνταύγειες τῶν ἠλεκτρικῶν λαμπτήρων κάνουν σίγουρο τὸ βηματισμὸ του. Φῶς, πολὺ φῶς διαχέεται τὶς νύχτες, δημιουργώντας μιὰ ἀνάλαφρη, αἰσιόδοξη, ἐγκάρδια ἀτμόσφαιρα.
Τώρα οἱ βραδιὲς ἡμερεύουν καὶ στὸ Προμίρι. Γίνονται οἰκεῖες, φιλικὲς, ἀναριπίζονται ἀπὸ πνοὴ πολιτισμοῦ. Μήπως τὸ φῶς αὐτὸ δὲν εἶναι μήνυμα πολιτισμοῦ; Ἕνα μήνυμα φορτωμένο ἀπὸ αἰσιοδοξία ποὺ ἔρχεται ἀπὸ μακρυὰ καὶ δίνει τὴν αἴστηση τῆς ἐπαφῆς μὲ τὸν κόσμο. Θαρεῖτε πὼς μεταφυτεύεται μιὰ ἀτμόσφαιρα πολιτείας στὸ χωριὸ μὲ τὸ ἀναμμένο νυχτερινὸ φῶς. Ἔχετε τὴ γλυκιὰ αἴστηση τῆς συμμετοχῆς στὶς συνταραχτικὲς καταχτήσεις τοῦ καιροῦ μας.
Τὶ ἀντιπροσωπεύει τὸ φῶς μπορεῖτε νὰ τὸ αἰστανθῆτε ὅταν τὸ χάσετε. Ἡ ἀπουσία του εἶναι τὸ προϋποθετικὸ στοιχεῖο γιὰ τὸν καθορισμὸ τῆς ἀξίας του. Λέτε φῶς κι᾽ ἕνα κύμα εὐφροσύνης κατρακυλάει στὰ σωθικὰ σας. Μιλᾶτε γιὰ σκοτάδι κι᾽ ἕνα κλῖμα βαρὺ συνθλίβει τὴν ψυχὴ σας.
Αὐτὸ τὸ κλῖμα κυριαρχοῦσε μέχρι προχτὲς καὶ στὸ Προμίρι. Ὁ λύχνος καὶ ἡ λάμπα - πένθιμες ὀάσεις στὸ σκοτάδι - ἀναλάβαιναν κάθε βραδιὰ ἕνα ρόλο βοηθητικὸ τῆς ὅρασης. Νὰ φωτίσουν τοὺς ὀντάδες, νὰ διαλύσουν μὲ τὴν ἰσχνὴ δύναμὴ τους ἕνα κομμάτι τῆς πηχτῆς ὕλης τῆς νύχτας. Γιὰ τὴ στοιχειώδη «ὀπτικὴ ἐξυπηρέτηση» τῶν κατοίκων.
Κάτω ἀπ᾽ τὴν πενιχρὴ φωτορροὴ τοῦ λυχναριοῦ ν᾽ ἀκουμπᾶνε πρόσωπα παιδιῶν σὲ γόνατα γιαγιάδων καὶ νὰ βρυκολοκιάζουν στὶς σκιερὲς γωνιὲς τῶν ὀντάδων τὰ δαιμονικὰ καὶ οἱ λάμιες τῶν παραμυθιῶν.
- Ποῦντος ἡ καλλ᾽κάτζαρος μανιὰ;
- Ἄ, πὰ πὰ, καλὲ μ᾽ μὴ μ᾽ λεῖς.. Κειδᾶ στ᾽ γωνιὰ στ᾽ θηκιαστὴ στοὺν ἴσκιο... Ἅμα δὲν ἀκοῦς θὰ σὲ πάρ᾽.
Τὸ σκοτάδι πάντα ἐπικαλοῦνταν οἱ γριογιαγιάδες τοῦ Προμιριοῦ, γιὰ νὰ τυλίξουνε μέσα σ’ αὐτὸ τελέσματα καὶ φαντάσματα. Τὸ σκοτάδι εἴταν ἡ... δαμόκλεια σπάθη τῶν παιδιῶν, τὸ φάσγανὸ του μετεωρίζονταν τὶς νύχτες πὰν’ ἀπ’ τὰ κεφάλια τους καὶ πίεζε τρυφερὲς καρδιὲς....
Εἴτανε ἕνα ὅπλο... ἄμυνας τῶν προμιριωτῶν ἐνάντια στὶς δυστροπίες τῶν... ζαβολιάρηδων.
- Σὰ νυχτώσ’ κι’ ἔρθ’ ἡ... μοῦτος σ᾽ λέου ἰγὼ...
Κι᾽ ὁ μικρὸς διαβολάκος τάπαιρνε πίσω. Συμμαζεύονταν λίγο ὅσο νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπ’ τὸ κέντρο τῆς συνείδησὴς του ἡ εἰκόνα τοῦ... στοιχειοῦ κι᾽ ὑποτάσσονταν στὶς ἐπιταγὲς τῆς πληθωρικῆς του φύσης.
Παλιοὶ καλοὶ ἢ κακοὶ καιροὶ, ὅπου τὶς μαῦρες νύχτες πλανιόντανε στὶς ρύμες καὶ τὶς βρύσες... βρυκόλακες καὶ φαντάσματα. Ὅπου σκοντάφτανε τὰ προχωρημένα βράδια παραωρίτες ἐραστὲς τῆς ρετσίνας στὰ καπελειὰ τοῦ χωριοῦ, γυρίζοντας στὰ κονάκια τους...
Ἀπὸ μιὰ τέτια δύσκολη θέση ἔβγαλε κάποτε τοὺς νυχτερινοὺς περιπατητὲς ἡ κοινότητα μὲ τοὺς κοινοτάρχες μακαρίτη Γιῶργο Μαμμᾶ δικηγόρο καὶ τὸ γιατρὸ κ. Στάθη Παπαδῆμο. Σὲ μιὰ καμπὴ αὐξημένης κοινοτικῆς δραστηριότητας (1937-1938) κρεμάστηκαν στοὺς δρόμους κοινοτικὰ φανάρια μὲ λάμπες πετρελαίου. Λίγο προτοῦ πέσει τὸ σκότος ἕνας ὕπάλληλος γυρνοῦσε κι’ ἄναβε τὰ φυτίλια καὶ τὸ Προμίρι ὑπόβαλλε μιὰ ἐντύπωση ἀρχοντιᾶς καὶ νοικοκυροσύνης τὶς νύχτες. Τὸ φῶς, τὸ λιγοστὸ ἐκεῖνο φῶς, εἴταν μιὰ ὑπόσχεση παρηγοριᾶς μὲς στὴ σκοτεινιὰ τῆς πλάσης.
Ἦρθε ὕστερα ὁ πόλεμος τοῦ Σαράντα, τὰ φανάρια σβήσανε μαζὶ μὲ τὴ λευτεριὰ μας. Τὰ λαδολύχναρα ἀνάλαβαν πάλι ἐπικουρικὸ ρόλο στοὺς νυχτερινοὺς διαβάτας τῶν δρόμων.
Ὥσπου ἦρθε ὁ Δεκέμβρης τοῦ 1966. Ἡ Δ.Ε.Η. σὰν ἄλλος Προμηθέας ἔδρασε εὐεργετικὰ καὶ γιὰ τὸ δύστηνο Προμίρι. Ἔφερε τὸ φῶς τοῦ πολιτισμοῦ στοὺς δρόμους καὶ τὰ σπίτια. Ἄναψε πρῶτα-πρῶτα -λένε οἱ πληροφορίες ἀπὸ κεῖ- ἕνα λαμπιόνι ψηλὰ σὲ ἠλεκτρικὸ στύλο κι’ ἀναρίθμητα λιανόπαιδα τριγυρνοῦσαν κάτω καὶ γύρα ἵσαμε τὰ βαθιὰ τῆς νύχτας... Ἡ ἔντονη περιέργεια εἴχε... κολλήσει στὸ φωτισμένο πιὰ τόπο δεκάδες παιδιῶν.
Τώρα ὁ τρόμος τῆς νύχτας ἀφανίζεται σιγὰ - σιγὰ. Αὐτὸ τὸ «παιδὶ τοῦ σκοταδιοῦ», ὅπως ἀποκαλέστηκε, φεύγει κι᾽ ἀπ᾽ τὸ Προμίρι καὶ μιὰ νέα ἱστορία ἀρχίζει νὰ γράφεται ἐκεῖ. Μὲ τὰ φῶτα στὰ σπίτια καὶ τοὺς δρόμους «μαλάκωσαν» οἱ ψυχὲς τῶν προμιριωτῶν. Σταυροκοπιοῦνται οἱ γέροι ποὺ δὲν περίμεναν νὰ δοῦνε αὐτὸ τὸ ἄνθος τοῦ πολιτισμοῦ μέσα στὰ δώματὰ τους. Ὁλωνῶν ἀποσπᾶται πιὰ ἡ ὀπτικὴ προσοχὴ ἀπ᾽ τὸ καινούργιο φῶς καὶ τὰ πέριορα τοῦ χωριοῦ ἀστράφτουν στὴ νυχτιάτικη γαλήνη.
Ἕνα ἀκόμα βῆμα προόδου γιὰ τὸ ἱστορικὸ Προμίρι. Νάφερνε τοῦτο καὶ μιὰ χτυπητὴ ἀλλαγὴ, μιὰ προώθηση στὸν ψυχικὸ μας πολιτισμὸ; Νὰ συνοδεύονταν ταύτη ἡ πρόοδος καὶ μὲ ἀντίστοιχη τῆς ψυχῆς μας;
Πόσο εὐτυχέστερος θὰ εἴτανε ὁ λαὸς μας! Πόσο θὰ λιγόστευαν οἱ πιθανότητες νὰ μὴν καταντήσουμε ἀπροσανατόλιστο ἄθυρμα στὸ βρόχι τῆς τεχνολογικῆς ἐξέλιξης! Νὰ μὴ συνθλιβοῦμε μὲς στὶς συμπληγάδες τῆς μηχανῆς καὶ, ρηχοὶ κοσμοπολίτες, χωρὶς πνευματικὸ βάθος, χωρὶς πίστη στὴ ρίζα μας καὶ τὰ ἐσωτερικὰ μας ἐρείσματα, νὰ μὴ χαθοῦμε μὲς στὴν ἰσοπεδωτικὴ μανία τῶν καιρῶν κι’ ἀφήσουμε τὴ ζωὴ μας νὰ παγώσει!
Θὰ μπορέσουμε ν᾽ ἀντισταθοῦμε σ’ αὐτὸν τὸν πειρασμὸ τῆς μηχανικῆς προόδου; Νὰ τὸ βαρὺ ἐρώτημα ποὺ ταλανίζει κάθε προβληματιζόμενο ἄνθρωπο.
Γ. Θς.