Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Θεσσαλία» στις 26 Απριλίου 1959.
Ὑπὸ Γιώργου Θωμᾶ
Ἀντήχησε πρόσφατα ἁπὸ τὶς στήλες τῆς «Θεσσαλίας» παρακλητικὴ ἡ φωνὴ τοῦ κ. Π. Λ., γεννήματος καὶ θρέμματος ἀσφαλῶς τῶν Τρικκέρων. Ὁ φιλοπρόοδος αὐτὸς Τρικκεριώτης ἔρχεται νὰ ζητήση ἀπὸ τοὺς ἁρμοδίους τὸ ἔμπραχτο ἐνδιαφέρον, γιὰ νά ἀξιοποιηθῆ τὸ ἱστορικὸ αὐτὸ χωριό, νὰ ἀποχτήση ὁδικὴ ἀρτηρία καὶ νὰ χορτάση νερό!...
Ἔρχομαι κι ἐγὼ σήμερα μὲ τὸ δικαίωμα ποὺ μοῦ δίνει ἡ ὑπέρχρονη διαμονή μου ἐκεῖ στὸ πρόσφατο παρελθὸν, νὰ μιλήσω ἐκτενέστερα γιὰ τοὺς ἀσίγητους καημούς του.
Τὴν ἀλληλένδετη καὶ συντροφικὴ ζωὴ τῶν Τρικκεριωτῶν ὁ βραχνᾶς τῆς ἀνυπαρξίας τοῦ νεροῦ χτυπάει ὀδυνηρά. Τρεχούμενο νερὸ μέσ’ στὸ χωριό ἢ ἔστω κοντὰ σ’ αὐτὸ, πουθενὰ δὲν θ' ἀντικρύσετε. Κάπου ἕνα χιλιόμετρο ἐκτὸς του πρὸς τὴν Ἁγία Κυριακὴ ἕνα - δυὸ πηγάδια περιορίζουν τὴν δίψα τῶν κατοίκων. Σ' αὐτὰ συνωθεῖται πληθωρικὸς ὁ γυναικόκοσμος καὶ ρίχνοντας ὁμαδικὰ τὰ δοχεῖα του στὴν στέρνα του, ἀντλεῖ τὸ θεῖο δῶρο... Δὲν εἶναι ὅμως ὅλες οἱ ὣρες τῆς ἡμέρας ἐπιτρεπτὲς γιὰ μιὰ τέτοια ἄντλησι. Χρέος τῆς Κοινότητος ἦταν, γιὰ τὸν λόγο ὅτι τὸ πηγάδι δὲν μπορεῖ νὰ παρέχη νυχτοήμερα τὸ περιεχόμενό του, νὰ κλειδώνη καὶ νὰ ξεκλειδώνη αὐτά. Ἔτσι στὶς ὧρες τῆς ἐλεύθερης παροχῆς ἕνας γυναικοσυρμὸς κατηφορίζει καὶ ἀνηφορίζει μὲ τὰ σταμνιὰ ἀκουμπημένα στὴν κορυφὴ τοῦ κεφαλιοῦ, ἱδρώβρεχτος ἀπὸ τὴν ἀνοδικὴ προσπάθεια... Καὶ τὸ δρᾶμα συνεχίζεται ὀδυνηρότερο μὲ τὸ κλείσιμο τῶν πηγαδιῶν. Ἡ διαδρομὴ τώρα γιὰ τὴν ἀπόχτησι τοῦ νεροῦ πρέπει νὰ καλύψη 4-5 χιλιόμετρα μέχρι τὶς Κόττες κι ἄλλα τόσα ἐπιστροφῆς! Στὶς Κόττες ρυακίζει χορταστικὸ νερό, πλουσιοπάροχο. Ἀλλὰ πῶς νὰ ἀντέξη γυναικεῖος ὀργανισμὸς σὲ μιὰ τέτοια πορεία καὶ μὲ τόσο ὄγκο στὸ κεφάλι; Πῶς νὰ ὑποφέρη τὸ λιοπύρι τοῦ θέρους; Κι ὅμως στὴν ἀνάγκη κι οἱ Θεοὶ δηλώνουν ὑποταγή. Ὁλόχαρες οἱ γυναικοῦλες βηματίζουν πρὸς τὶς ὑδατοπηγές. Κι ὅταν τὸ ἡλιόκαμμα τυραννάη τὴν πλάσι, αὐτὲς ξυπνοῦν μεσάνυχτα καὶ πραγματοποιοῦν τὸ ἄχαρο ταξίδι! Ἔτυχε νὰ βλέπω μὲ τὰ μάτια μου τοὺς «σταμνοφορτωμένους» νυχτερινοὺς περπατητὲς, ὅταν κούρνιαζα τὰ βράδυα στὸν ξενώνα τῆς Κοινότητος, ἀκριβῶς πλάϊ στὸ στενορρύμι πρὸς τὶς Κόττες. Κι ὁμολογῶ πὼς θλιβόμουνα κατάκαρδα ἀπ’ τὴν ἀβάσταχτη αὐτὴ δοκιμασία τῶν Τρικκεριωτῶν. Τὸν πόνο μου αὐτὸν τὸν εἶπα σὲ πολλούς, τὸν γράφω καὶ σήμερα, ἂς τὸν γράψουν κι ἄλλοι, ἴσως κάποτε καὶ ἀποσβησθῆ ἀπ’ τὰ σωθικὰ μας. Καὶ θὰ ἐξαλειφθῆ τότε, ὅταν τὸ νερὸ ἀπ' τὶς Κόττες φθάση στὸ Τρίκκερι. Πῶς; ἂς τὸ ἐξετάσουν οἱ ἱκανοί.
Τὸ πρόβλημα αὐτὸ τοῦ νεροῦ θέλησε πρόπερσι νὰ τὸ βάλη στὸ δρόμο τῆς ἐπιλύσεως ὁ συχωρεμένος Καραβαγγέλης. Δὲν τὸ κατώρθωσε ὡστόσο. Γιατί, ἀντὶ νὰ ἀντλήση τὸ τρεχούμενο νερὸ ἀπ’ τὶς Κόττες, τὸ ἄντλησε ἀπ’ τὸ στάσιμο ἑνὸς πηγαδιοῦ ἔξω ἀπ’ τὸ χωριό. Κι ἔφερε τὸ νερὸ ὣς τὴν παρυφή του μὲ ὑδρευτικὰ πλεμάτια. Ἀλλὰ ἡ ἄντλησι τοῦ νεροῦ ἀπὸ πηγάδι δὲν συνθέτει λύσι ὑδρευτικοῦ προβλήματος γιὰ μιὰ κοινότητα κοντὰ τριῶν χιλιάδων ψυχῶν. Μετρημένο τὸ ἔπαιρνε - θυμᾶμαι - ὁ κόσμος μέσ’ στὶς λίγες ὥρες τῆς ἑβδομάδος, ποὺ ἄνοιγαν οἱ βρύσες τοῦ ὑδρευτικοῦ διχτύου καὶ ἂν ἄνοιγαν. Ὁ μακαρίτης ἐκεῖνος ἔγινε ὁ ἀνυπόκριτος ἐραστὴς τῆς πατρίδος του καὶ ἂν ζοῦσε θὰ ἐπιχειροῦσε τὴν μεγάλη χειρονομία. Θ' ἀνέθαζε τὸ νερὸ ἀπ’ τὶς Κόττες καὶ θὰ ἀπλοχέριζε στοὺς Τρικκεριῶτες τὴν μεγαλύτερη εὐεργεσία. Ὁ Καραβαγγέλης ὅμως ἁρπάχθηκε ἀπ’ τὸν θάνατο καὶ ἀντικαταστάτης του πουθενὰ δὲν φαίνεται νὰ ξεπροβάλλη. Ἂν μπορέση τὸ κράτος μας καὶ πρωτοστατήση στὸ ἔργο τοῦτο, ἂς τὸ κάνη. Ἡ προσφορά του στοὺς κατατρεγμένους αὐτοὺς ὁμοϊδεάτες μας θὰ εἶναι τεράστια καὶ σωτήρια.
Ὕστερα ἀπ' τὸ πρόβλημα τοῦ νεροῦ προβάλλεται στὸ Τρίκκερι καὶ τὸ πρόβλημα τῆς ὁδοποιΐας. Στεκούμενη εἶναι ἡ σκέψι τοῦ κ. Π. Λ. νὰ χρησιμοποιηθῆ ὁ στρατὸς στὴν διάνοιξι δρόμου μεταξὺ Τρικκέρων - Μηλίνας. Ἡ ἀρτηρία αὐτὴ θὰ φέρη σὲ ἀμεσώτερη ἐπαφὴ τὸ Τρίκκερι μὲ τὰ ἄλλα χωριὰ τοῦ Πηλίου. Ἐπαφὴ τόσο γόνιμη καὶ δημιουργικὴ ἀπὸ πολλὲς σκοπιὲς. Ὥς τὰ σήμερα τὸ Τρίκκερι ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν Βόλο μὲ πλεούμενα. Ὁ χειμώνας ὅμως μὲ τοὺς ἀνεμοδαρμοὺς του πόσες φορές δὲν ματαιώνει τὰ θαλασσινὰ δρομολόγια ἢ δὲν σκορπάει τὴν χλωμάδα τοῦ θανάτου στοὺς ταξιδεύοντες...
Κι ὕστερα κάνει ἐπιταχτικὴ τὴν ἀπόχτησι ὁδικῆς συγκοινωνίας καὶ τὸ θέμα τοῦ τουρισμοῦ. Γιατὶ εἶναι κοινὴ ὁμολογία πὼς ὅπου ὑπάρχει συγκοινωνία, ἐκεῖ μπορεῖ νὰ άναπτυχθῆ καὶ τουρισμὸς. Τὸ Τρίκκερι δὲν ἔχει φυσικὰ νὰ προσφέρη στοὺς ἐπισκέπτες τὴν χάρι τῆς πυκνοφυλλουριᾶς, οὔτε τὴν πράσινη γοητεία τοῦ Πήλιου. Ἔχει ὅμως τὰ δικά του κάλλη. Φανταχτερὸ περίγραμμα καὶ κορνίζα πελεκητὴ θὰ ὀρθώνωνται τὰ βράχινα ἀμφιθεατρικὰ πλάγια του, γιὰ νὰ ξεχύνουν διάφανους ἰριδισμοὺς στὸν ἡσυχασμὸ τοῦ νεροῦ. Πανοραματικὲς σκοπιὲς καὶ βίγλες, ἀπ’ ὅπου τὰ μάτια τοῦ πόθου μποροῦν νὰ ἀνερευνήσουν τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ ὁρίζοντος καὶ νὰ ξεχωρίσουν εἰκόνες ἀσύλληπτης ὀμορφιᾶς, ποὺ δημιουργοῦν οἱ ἀκροθαλασσιὲς μὲ τὶς δαντελλωτὲς ἀκτές. Ἡ Ἁγία Κυριακὴ, οἱ Κόττες, τὸ Διακόπι κ. ἄ. χαρίζουν πρωτόφαντες χάρες μὲ τὶς χαρωπές καμπύλες τοῦ περιγιαλιοῦ καὶ τοὺς γραφικοὺς σχηματισμοῦς τῆς γής.
Αὐτὸ εἶναι τὸ Τρίκκερι. Τὸ Τρίκκερι μὲ τὶς δικές του χάρες, μὲ τοὺς πρόσχαρους καὶ καλόκεφους γηγενεῖς του. Τὸ Τρίκκερι μὲ τὰ προβλήματα τὰ τόσα. Μιὰ ἁδρομερῆ περιγραφὴ τῶν μεγαλυτέρων προσπάθησα κι ἔδωσα σήμερα. Μὰ ἀκολουθοῦν κι’ ἄλλα. Αὐτὰ, μαζὶ μ’ ἄλλες κακοτυχιὲς, ποὺ βελονιάζουν τοὺς κατοίκους, σὲ μελλούμενο σχεδίασμα θὰ τὰ θίξω. Γ. ΘΩΜΑΣ