• Tο κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΩΡΕΣ», 6ο ΕΤΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 70, στις 15 Νοεμβρίου 1991 ως μέρος του κύκλου «ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ».

    Η Χαραμαϊδόνενα της Παλιάς Μιτζέλας

    Σκλάβα στην Κων/πολη, εξαγοράζει Τούρκους κι επιστρέφει

    Του Γιώργου Θωμά

    ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ακουστική εξοικείωση με τη γυναίκα την είχα στη Ζαγορά το 1963. Την... ανακάλυψε για πρώτη φορά τότε, η μαθήτριά μου Αριστέα Ευστ. Στάμου, για να φέρει τα καθέκαστα στην τάξη, στην προσπάθεια των μαθητών μου να προσεγγίσουν το παλιό πρόσωπο της περιοχής τους. Πιο υστέρα έγινα κι ο ίδιος αυτήκοος μάρτυρας της περιπέτειας της Χαραμαϊδόνενας μέσ’ από διηγήσεις Ζαγοριανών γερόντων.

    Τούτη η Μιτζελιώτισσα λοιπόν δεν είταν σαν τις άλλες, τις επώνυμες, που πήραν όπλα και πολέμησαν τους Τούρκους στην περιοχή τους, όταν συνεχιζόταν η επανάσταση του 1821. Δεν έφτανε στο ύψος μιας Καμπέρενας ή μιας Σκεντεράνενας, που αποθανάτισαν τα ονόματά τους με τις ηρωικές τους πράξεις εκεί πάνω. Είταν γυναίκα κάποιας περιωπής με «έχοντα» και κοινωνική επιφάνεια. Αριστοκράτισσα και με άντρα αριστοκράτη.

    ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ ΣΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ

    Ελα όμως που οι Οθωμανοί δεν ξεχώριζαν πλούσιους και φτωχούς στα εκδικητικά τους ρεσάλτα απάνω στις μαχόμενες πολίχνες της Ελλάδας! Ολοι είταν στη διάθεση των καταχτητών, όταν οι τελευταίοι κατάφερναν να λυγίσουν την αντίσταση των πατριωτών και να μπουκάρουν μέσα στο χωριό. Αυτό που συνέβη και στην Παλιά Μιτζέλα του βορειοανατολικού Πηλίου στα 1827 ή 1828. Οι Μουσουλμάνοι πέρασαν μες στο χωριό και τα ’καναν όλα γης Μαδιάμ: Λήστεψαν, έκαψαν, έσφαξαν, αιχμαλώτισαν. Θρήνος κι οδυρμός ολούθε -το βαρύ τίμημα της ελευθερίας.

    Ανάμεσα στους άλλους αιχμαλώτους έκλαιγε την κακή της μοίρα και η Χαραμαϊδόνενα, η αρχόντισσα.

    - Δε σεβάστηκαν τίπουτα οι σκυλότουρκ’, παραπονιόταν στις διπλανές της. Ούτε του σόι τ’ άντρα μ’, ούτε τ’ περιουσία μας, ούτε τίπουτα. Μαρή, να μι σύρ’νι κι μένα στ’ σκλαβιά; Δε του αντέχου για...

    Ασυγκίνητοι όμως οι Τούρκοι, έσυραν και τη Χαραμαϊδόνενα στην αιχμαλωσία, αντάμα με τις άλλες -κι είταν τόσες- γυναίκες της Μιτζέλας. Νέες όλες με τη βούλα της ομορφιάς στη μορφή τους.

    Πλούσια όμως αυτή, είχε την πρόβλεψη να βάλει μέσα στο στρίφωμα, του φουστανιού της λίρες και φλουριά, πριν αποσπαστεί ακόμα απ’ το αρχοντικό της. Δεν το ’πε σε κανένα, ούτε κανείς υποψιάστηκε ποτέ το λαχταριστό φορτίο της. Μ’ αυτό τώρα συντροφιά κι ελπίδα σέρνεται στη σκλαβιά και κάποτε φτάνει στην Κωνσταντινούπολη. Καταλήγει υπηρέτρια σε τούρκικο νοικοκυριό, κι οι μαύρες μέρες της ζωής της τελειωμό δεν έχουν.

    Ζούσε στην πόλη, αλλά ο νους της ταξίδευε στη φτωχή πατρίδα της. Πώς όμως να φύγει, έρημη σκλάβα - γυναίκα μέσα σε κλοιό Τουρκαλάδων; Να δραπετέψει όπως, κάποιες άλλες της ίδιας μοίρας με τη δικής της; Δεν είχε τέτοια καρδιά. Είχε ωστόσο τα φλουριά στον ποδόγυρό της - ένα έσχατο αποκούμπι ελπίδας για την επιτυχία των σχεδίων της.

    ΠΛΗΡΩΝΕΙ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΚΙ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ

    Κοντά στα άλλα καθήκοντα που της είχε αναθέσει η τούρκικη φαμίλια, προσπαθούσε μυστικά να βολιδοσκοπήσει το βαθμό της φιλοχρηματίας κάποιων Οθωμανών. Γνώριζε, φαίνεται, απ’ το χωριό της τί σήμαινε «μπαξίσι» για τους Τούρκους, και πανέξυπνη γυναίκα όπως είταν, κυνηγούσε συνέχεια την ευκαιρία.

    Δεν άργησε και πολύ να τη βρει. Αγνωστο πώς, μπόρεσε κι έκλεισε συμφωνία με δυο - τρεις παραδόπληχτους Οθωμανούς, και το σχέδιο στρώθηκε. Θα πληρώνονταν αδρά και θα συναντιόνταν όλοι στο μέρος X κάτω απ’ τη μύτη της τούρκικης χωροφυλακής, κι αποκεί θα ξεκινούσαν. Οχι με καράβι αλλά με τα... πόδια. Μάλιστα: Κωνσταντινούπολη - Πήλιο με τα πόδια! Είταν ανοιχτοί οι δρόμοι και τα μονοπάτια, και δεν είταν η πρώτη φορά που Ελληνες και Τούρκοι θα έπαιρναν το μακρινό στρατί. Αχ, τί κάνει το... άθλιο χρήμα!

    Αλλού να κοιμόνται κι αλλού να σηκώνονται, αλλού να περνούν από ελέγχους, αλλά πάντοτε ανεμπόδιστη η πορεία τους. Δεν είχε να φοβηθεί τίποτα η Μιτζελιώτισσα. Τούρκοι την οδηγούσαν κι ήξερε ο ένας καλά τη γλώσσα του άλλου. Αλλά και η ίδια τους είχε τάξει κι άλλα φλουριά:

    - Αμα μι πάτι, γιρή (γερή) στου χουριό μ’ θα σας δώκου όσα φλουριά έχου στου σπίτ’.

    Τα φλουριά τα είχε βέβαια, όπως πάντα, στον ποδόγυρο του φουστανιού της, μα πού να το υποψιαστούν οι ασκερλήδες!

    Τρεις μήνες πέρασαν, λέει, μήνες σκληρού ποδαρόδρομου, κι ένα απογευματινό η Χαραμαϊδόνενα με τους συνοδούς της πατούσε τη γη της Μιτζέλας. Τί να ιδεί όμως, και με τί να καλοκαρδίσει; Ολα σχεδόν τα σπίτια πυρπολημένα, το χωριό έρημο, κι οι τάφοι στο νεκροταφείο απεριόριστοι... Καμένο και το αρχοντικό της, συντρίμμια όλα -εικόνα φρίκης παντού.

    - Πάμι να φύβγουμι, πρότεινε κλαίγοντας στους συνοδούς της. Δε μπουρού να γλέπου τούτου του κακό...

    Ενα κακό που βάθυνε περισσότερο τον πόνο της, όταν έμαθε και τον αφανισμό του άντρα της.

    - Πάμι να φύβγουμι, να πάμι στου Πουρί...

    Περπάτησαν ακόμα κι ήρθαν στο Πουρί. Είχαν καταφύγει εδώ αρκετοί συγχωριανοί της που γλίτωσαν το μαχαίρι των Τούρκων τη μέρα της σφαγής της Μιτζέλας, κι η Χαραμαϊδόνενα ανάσανε κάπως. Είταν μια δυστυχισμένη, πάμφτωχη και παντέρημη η άλλοτε αρχόντισσα της Μιτζέλας, μα μέσα στη δυστυχία και τη συντροφιά των άλλων Μιτζελιωτών που είχαν κατασταλάζει στο Πουρί, ένιωθε να πραΰνεται ο καημός της. Είταν κι από κείνες τις γυναίκες που αντιμετώπιζαν τη συμφορά με στωικότητα (και θρησκευτική εγκαρτέρηση) και δεν άφηνε τον πόνο να την πνίξει στα σωθικά της.

    - Κι να κλάψου, έλεγε στους γνωστούς της, κι να χτυπήσου του κιφάλι μ’ στου τοίχου, δε βγαίν’ τίπουτα. Γίν’κι του κακό, δε διουρθώνιτι...

    Τα’λεγε και δυνάμωνε την αποφασιστικότητά της να ξεκινήσει απ’ την αρχή τη ζωή της στο Πουρί, να ξαναχτίσει το νοικοκυριό της, να συντηρήσει ξανά τα αμπελοχώραφά της στην περιοχή της Μιτζέλας -μια αληθινή αντρογυναίκα, δυνατή και δαχτυλοδειχτούμενη στην πολίχνη. Είχε γίνει μια κεντρική μορφή εκεί, και πολλοί άντρες την έφερναν ως παράδειγμα:

    - Αμ δεν είταν να έχου κι γω γ’ναίκα σα τ’ Χαραμαϊδόνενα...

    Απαντούσαν τότε κάποιες γυναικούλες του χωριού, που τις... έτρωγε η ζήλεια:

    - Ναι, άντρα μ’, αλλά αυτήν πήγι στ’ Πόλ’ κι γνώρ’σι κόσμου κι καυσμάκ’... Ισύ που μι πήγις, ανιπρόκουφτι, κι θέλ’ς να βγεις κι απ’ πάν; Σάματ μι πήγις παραπάν’ απ’ τ’ Αριτώ;1

    Αλλη έλεγε:

    - Κουσμουγυρ’σμέν’ γ’ναίκα... Πιάν’ του ψύλλου στουν αέρα!

    Υπήρχαν όμως και οι κακές οι... γλώσσες:

    - Μ’ τί λ’μπίζιστι (λιμπίζεστε) απ’ αυτήν τη γ’ναίκα; Τα ’φκιασι μι τ’ς Τουρκαλάδις, αρή, κι γ’ναίκα απ’τα φκιάν’ μι τ’ς Τουρκαλάδις δεν είναι... γ’ναίκα. Σατανάς μι κέρατα είνι...

    Ο,τι κι αν είταν, η Χαραμαϊδόνενα έζησε και πρόκοψε στο Πουρί κι έχτισε και σπίτι δικό της, που σωζόταν ίσαμε το 1963 τουλάχιστο, κι έγινε σημείο αναφοράς στην περιοχή -ένας τύπος γυναίκας που άφησε ισχυρό το στίγμα της ως τη Ζαγορά και πέρα!

    1. Αρετώ. Αγροτική τοποθεσία με ένα-δύο καλύβια ανάμεσα στό Πουρί και τη Μιτζέλα.